- ἐμβάλλονται
- ἐμβάλλωthrow inpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EMBOLA — Graeca vox Ε᾿μβολὴ, in genere transvectio mercium est, quae in anvem ἐμβάλλονται, iniciuntur; In specie sic dicta est olim sollennis et annua publicarum specierum transvectio, quae ex Aegypto fiebat; onus navium Alexandrinarum, quae αἰσία ἐμβολὴ … Hofmann J. Lexicon universale
ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… … Dictionary of Greek
κυαμιαίος — κυαμιαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος κυάμου, όσος ένα κουκί («ἐς ταύτην ἐμβάλλονται κλῆροι μικροί, ὅσον δὴ κυαμιαῑοι τὸ μέγεθος», Λουκιαν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ποταμ ιαῖος, στιγμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek